μπανιερό

μπανιερό
το
το ένδυμα που φοράει κανείς για το θαλάσσιο μπάνιο, το μαγιό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπανιερό — το άκλ. ένδυμα για θαλάσσιο μπάνιο, αλλ. μαγιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάνιο + κατάλ. ερό (πρβλ. τσαγ ερό)] …   Dictionary of Greek

  • λουτρίδα — η (Α λουτρίς, ίδος) [λουτρόν] νεοελλ. μαγιό, μπανιερό αρχ. 1. καθεμιά από τις δύο κόρες οι οποίες καθάριζαν και περιποιούνταν τον ναό και το ιερό ξόανο τής Αθηνάς 2. φρ. «λουτρίς ᾤα» ή, απλώς, «λουτρίς» εσώρουχο το οποίο φορούσαν οι γυναίκες και… …   Dictionary of Greek

  • μαγιό — το ειδική περιβολή για θαλάσσια λουτρά, μπανιερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maillot, κατά λέξη «φασκιές», πιθ. < maillol < maille «δαντελένια ζώνη, δίχτυ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”